- αθήλιαστος, -η
- -ο και αθέλιαστος, -η, -ο αυτός που δεν έχει θηλιά ή θηλιές: Σε δυο μεριές η απόχη ήταν αθήλιαστη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αθήλιαστος — η, ο [θηλιάζω] 1. αυτός που δεν έχει θηλιές 2. αυτός που δεν περάστηκε από θηλιά 3. που δεν συναρμόστηκε με θηλιές … Dictionary of Greek